Μέρος 2ο

κείμενο / φωτογραφίες : Αχιλλέας Ασκώτης.


τοπίο στον Εφράτη, dark Canyon


Την 7η  πρωινή, βαράει το ξυπνητήρι. Αυτό το πρωινό μας βρίσκει ακόμα πιο κοντά στα έγκατα της Ανατολίας, τα Περσικά σύνορα είναι σχεδόν 200 χλμ και τα Αρμενικά λίγο περισσότερο. Η αίσθηση του απόμερου και της εγγύτητας άλλων Ασιατικών χωρών με κάνουν να νιώθω όμορφα και παράξενα συντοχρόνως.  

Πρόγευμα στον 5ο όροφο του ξενοδοχείου με αρκετή θέα της λίμνης και τον ήλιο μόνιμα στον ουρανό να ρίχνει τις ακτίνες του. Φορτώνουμε και φεύγουμε για ακόμα πιο ανατολικά μέχρι την πόλη Καρσούντα ή Kars στα τουρκικά. Η διαδρομή μας ακολουθεί πιστά τις ακτές της λίμνης Βαν.  Ωραίο σκηνικό, αλλά χωρίς πολλές φανφάρες. Λόγω του πρωινού οι θερμοκρασίες είναι κάπως χαμηλές έτσι κάνει την οδήγηση μας πολύ ευχάριστη. Πρώτη μας επίσκεψη για σήμερα το νησάκι Akdamar στις νότιες ακτές της λίμνης, όπου βρίσκεται ένας υπέροχος χριστιανικός ναός. Βρήκαμε το σημείο για να πάρουμε το πλοιαράκι αλλά λόγω εποχής (χαμηλή εποχή) τέλος Σεπτέμβρη, θα αργούσε πολύ να ξεκινήσει η γραμμή. Αποφασίζουμε να αφήσουμε πίσω την επίσκεψη και αρκεστήκαμε να κάτσουμε για ένα καφέ με φόντο το νησάκι με την Αρμένικη του ιστορία.

Ο Καθεδρικός Τίμιου Σταυρού βρίσκεται στο νησάκι Akdamar στην λίμνη Van. Είναι κτίσμα του 1,000 μ.Χ. και ανήκε στο Αρμένικο βασίλειο. Ο ναός υπέστη καταστροφές από τους Τούρκους, ειδικότερα την εποχή της γενοκτονίας των Αρμενίων.


Βαν, απέναντι απο το νησάκι akdamar.

Συνεχίζουμε να βρισκόμαστε στις όχθες της λίμνης μέχρι την ομώνυμη πόλη Βαν. Στην πόλη Βαν όπως αναμενόταν, με αρκετή κίνηση στους δρόμους και κάποια τουριστική υποδομή. Επόμενος μας ημερήσιος σταθμός η μικρή πόλη Dogubeyazit όπου εκεί θα έχουμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε το υπέροχο όρος Αραράτ. Η διαδρομή στα ίδια μοτίβα, αχανείς ευθείες με το απόλυτο άνυδρο. Αμέτρητες στάσεις για φαί, υγρά, τσιγάρο και ανάπαυλα στα κορμιά μας.

Και επιτέλους φτάνουμε στο Dogubeyazit, το καλό μου μαραφέτι μας θέλει να διαπεράσουμε την πόλη και να πάμε σε συγκεκριμένο σημείο θέασης. Οδικά έργα στην πόλη και η κίνηση αναπόφευκτη, μας αναγκάζουν να διαλέξουμε άλλο σημείο έξω απ΄την πόλη μέσα στην διαδρομή μας προς Καρσούντα, κι έτσι έγινε. Σταματούμε σ΄ένα σημείο και το βλέπουμε ακριβώς μπροστά μας να φαντάζει αγέρωχο. 


Ararat


Το όρος Αραράτ έχει υψόμετρο 5,137 μέτρα και το μικρό Αραράτ 3,896. Ονομάζεται Αραράτ από την εποχή του Μεσαίωνα και η ονομασία είναι παρμένη από την Βίβλο. Το όρος είναι εθνικό σύμβολο της Αρμενίας αλλά από το 1920 ανήκει στην Τουρκική επικράτεια. Ο Έλληνας γεωγράφος Στράβωνας ονόμαζε την οροσειρά Άβος και Νίβαρος. 

Χαζέψαμε αρκετά το όρος, δεν θέλαμε να φύγουμε έτσι απλά, θέλαμε να ζήσουμε περισσότερο την στιγμή. Τα λιγοστά χιόνια στην κορυφή είναι το ορόσημο του Αραράτ, να το παρατηρείς από την Αρμενική πλευρά και ειδικότερα από το σημείο του μοναστηριού Khor Virap, είναι απλούστατα μια θεϊκή εικόνα για τα μάτια μας, απίστευτο τοπίο.

Οδηγάμε επάνω στα σύνορα Τουρκίας – Αρμενίας, μπλόκα στρατού πολλά, μια μπόρα είναι μπροστά μας και φαίνεται να απειλεί την πλάση γιατί μέχρι τώρα μόνο ήλιο να βαράει βλέπαμε. Φοράμε αδιάβροχα μετά από ένα μπλόκο που μας σταμάτησε ο στρατός και ξαναβγαίνουμε στον δρόμο. Οι στάλες άρχισαν να πέφτουν διστακτικά στην αρχή αλλά σύντομα η ένταση δυνάμωσε. Δεν κράτησε πολύ, ήμασταν στην άκρη της μπόρας κι έτσι γλυτώσαμε τα καρεκλοπόδαρα και με ντουλάπες μαζί !!!

Το σκηνικό άλλαξε, άνυδρο μεν αλλά λόφοι πολλοί γεμίζουν το οπτικό μας πεδίο, ανεβαίνουμε και κατεβαίνουμε συχνά οροπέδια. Το απόγευμα αρχίζει να δίνει γλυκά χρώματα στην ατμόσφαιρα και το όλο μοτίβο μπροστά μας ομόρφαινε έντονα,  η διαδρομή ανήκει στους Δρόμους του Μεταξιού και είναι χαρά μας που πατάμε τις ρόδες. Σε κάποια φάση βλέπω ταμπέλα ότι ήμασταν σε κάποιο πέρασμα με υψόμετρο κοντά στα 2, 600 μέτρα,  δεν συγκράτησα όνομα αλλά ούτε κάποια φώτο έβγαλα γιατί όλα έγιναν άξαφνα. Η όλη διαδρομή έλεγε πολλά, μια το αίσθημα ότι ήμασταν στο ανατολικότερο άκρο της χώρας και μια το ιδιαίτερα όμορφα μοτίβο.

Αργά το απόγευμα φτάνουμε στην Καρσούντα αλλά… κουρασμένοι. Έτσι, επίσκεψη σε αρχαία πόλη Ani 45 χλμ (90 χλμ με επιστροφή) ανατολικά απ΄την Καρσούντα πέφτει στο κενό δυστυχώς. Η Καρσούντα ήρεμη πόλη και πιο τακτοποιημένη από άλλες που είδαμε εδώ και άμεσα οδηγάμε για κέντρο όπου και η διαμονή μας.


Κάστρο Καρσούντας

Η πόλη Kars ή Καρσούντα η Ελληνική ονομασία, γνωστά στοιχεία λένε ότι υπήρχε κατά τον Μεσαίωνα και ήταν κάτω υπό των Αρμενικών βασιλείων και πρωτεύουσα της επαρχίας Vanand. Μετά από Ρώσο - Τουρκικό πόλεμο και τον πόλεμο της Κριμαίας, πολλοί Πόντιοι, Αρμένιοι και Έλληνες έζησαν εδώ. Το 1921 στην συνθήκη του Kars, η πόλη δόθηκε στους Τούρκους αλλά πολλά χτίσματα και χριστιανικές εκκλησιές ανήκαν κυρίως στην Αρμένικη κοινότητα  που διοίκησαν την πόλη αιώνες πριν.

Το βραδάκι μας βρίσκει να περπατάμε σ΄ένα ήσυχο μακρύδρομο με πλατύ πεζοδρόμιο, δεντροφυτεμένο με αρκετά μαγαζιά και  εστιατόρια. Γενικά είναι ένα συμπαθητικό μοτίβο που δεν το συναντήσαμε μέχρι τώρα σ΄ άλλες πόλεις της Τουρκίας. Διαλέγουμε ένα εστιατόριο, η ατμόσφαιρα έξω αρκετά κρύα έτσι πήραμε όλοι σούπες και σίγουρα το συνοδέψαμε με κεμπάπ. Στο γυρισμό πήραμε και τα σιροπιαστά μας για επιδόρπιο έτσι την πέσαμε για ύπνο πλήρως ευχαριστημένοι και χορτασμένοι.  

Ιμάμη δεν ακούσαμε σήμερα παρόλο που ένα μεγάλο τζαμί βρισκόταν απέναντι μας ή ήμασταν τόσο κουρασμένοι που λιώσαμε στο κρεβάτι. Φάγαμε και το πρωινό μας σαν καλά παιδάκια, φορτώνουμε και μπρος. Και πριν αφήσουμε την Καρσούντα κάναμε μια σύντομη επίσκεψη στο κάστρο που δεσπόζει της πόλης.

Κτισμένο το 1000 μ.Χ. από την εποχή της Αρμένικης δυναστεία των Βαγρατίδων.

Κατεύθυνση καθαρά δυτική προς Erzurum, οι κλασσικές ευθείες με το σκηνικό χωρίς ίχνος πρασίνου μας ακολουθούν και σήμερα. Το cruise control του Vstrom δουλεύει σχεδόν συνεχώς και με κρατάει ξεκούραστο, βλέπετε έχω αρκετά χρονάκια στις πλάτες μου και αρκετές χιλιάδες χιλιόμετρα στα κοκαλάκια μου ώστε τέτοιες πολυτέλειες νεόφερτες σε μηχανές έχουν γίνει must και «αναγκαίες» πλέον. Στάσεις για βενζίνα, τσιγάρο και υγρά μας δίνουν μια ανάπαυλα αναγκαία, τα μάτια μας δεν βλέπουν κάτι που να τα κρατάει σε κάποιου είδους έκσταση, με αποτέλεσμα η κούραση να έρχεται γρήγορα. 

Από την μικρή πόλη Bayburt στρίβουμε δεξιά με βορινή κατεύθυνση προς Ποντιακά βουνά και γενικά την περιοχή του Πόντου. Σε λίγο, επιτέλους το σκηνικό αλλάζει. Οδηγούμε ανάμεσα από μικρά άλση, περνάμε μικρά γεφυράκια και γενικά ταξιδεύουμε σε μια φύση ζωντανή γεμάτη χρώματα με τους κινητήρες μας να γουργουρίζουν γλυκά απολαμβάνοντας  την οδήγηση σε τέτοιο μέρος. 



προς Καρσούντα, στάσεις πολλές στην μέση του πουθενά.

Από χωριό Kilickaya αρχίζει ένας ελικοειδής δρόμος γεμάτος λογιών έντομα να μας γεμίζουν τις τζελατίνες με τα κορμιά τους. Ανεβαίνουμε τα γυμνά βουνά, είμαστε στο πέρασμα Soganli που μας ανέβασε στα 2,330 μέτρα. Σίγουρα στην κορυφή στάση για θέαση του όλου τοπίου που απλωνόταν απλόχερα μπροστά μας.   

Συνεχίζουμε την διαδρομή και μπροστά μας φαίνονται σύννεφα που ήταν χωσμένα μέσα στα όρη, αυτό επιβεβαιώνει αυτό που γνωρίζαμε για την περιοχή ότι συχνά την καλύπτουν νέφη και κάποτε δεν αφήνει σχεδόν καμία ορατότητα. Εμείς διαλέγουμε την χωμάτινη οδό για λίμνη Uzungol, γιατί ξέραμε ότι είναι πανέμορφη και συνάμα άκρως επικίνδυνη. Αρχίζει εύκολη χωμάτινη οδός που δεν μας δίνει κανένα ίχνος φόβου ή ανασφάλειας. Καθώς φτάνουμε σε στροφή 180 μοιρών αντικρίζουμε απέναντι μας τα όρη του Πόντου. Πράσινα, με δάση γεμάτα και μια μορφολογία τελείως διαφορετική απ΄ όσα έχουμε δει μέχρι τώρα, εύκολα μπορείς να ονομάσεις το τοπίο Αλπικό. Εκεί που στεκόμασταν στο πλάτωμα της στροφής αγναντεύοντας το υπέροχο και μαγικό ορεινό αχανές, φτάνουν 3 Τσέχοι με BMW. Τα είπαμε λίγο για την διαδρομή που έπεται για εμάς και έβλεπες στα πρόσωπα τους πόσο ενθουσιασμένοι και εκστασιασμένοι ήταν με αυτά που είχαν δει και ζήσει. Χαιρετούμε οι μεν τους δεν και ξεκινάμε να ζήσουμε κι΄εμείς την όλη μαγεία που μας περίμενε. Σύντομα, αρχίζει ο γνωστός δρόμος D 915, που θεωρείται ένας από τους πιο επικίνδυνους δρόμους του κόσμου.


πέρασμα δ915 δωτογραφία διαδικτύου

Κτισμένος από Ρώσους στρατιώτες το 1916 σε μια άκρως κάθετη πλαγιά και κατέχει 13 στροφές όλες των 180 μοιρών, μήκος 5,5 χλμ και με θέα χαράδρες ατέλειωτες.  Συχνά η διαδρομή είναι καλυμμένη από σύννεφα, λάσπη και χιόνια καθιστώντας ακόμη πιο επικίνδυνη από τον Δρόμο του Θανάτου της Βολιβίας.    

Εμείς ευτυχώς λίγα σύννεφα είδαμε, το όλο τρομακτικό σκηνικό απλωνόταν καθαρότατα μπροστά μας. Με αργές προσεκτικές ταχύτητες κατεβαίνουμε το πέρασμα που ονομάζεται Derebasi στην τοπική γλώσσα. Συχνά κοιτούσα πίσω μου να δω ότι ήταν όλα καλά με τους υπόλοιπους, αρκετές φορές ένιωσα το ρίγος να με διαπερνά όταν κόντευα σε στροφή. Ο χωματόδρομος του περάσματος είχε απ΄όλα, τρύπες, φυτεμένες πέτρες, στενός και χωρίς περιθώρια λάθους αλλιώς… δεν θέλω να σκεφτώ το αποτέλεσμα. Ότι και να πω λίγα είναι, η όλη εμπειρία να οδηγήσω και να δω το όλο άγριο πανέμορφο σκηνικό με έκανε απόλυτα ευτυχή. Οδήγησα χωματόδρομους σε Καύκασο, Καρπάθια και άλλες οροσειρές αλλά αυτό ξεπερνούσε κάθε προσδοκία, νομίζω, κάθε μοτοσικλετιστή.

Αισίως τέλειωσαν οι στροφές, όλοι μια χαρά χωρίς ζημιές ή πτώσεις. Και το καλύτερο, στο τέλος των στροφών ένα μικρό ξύλινο αλπικού τύπου σπιτάκι εκτελεί χρέη καφενέ. Χωρίς δεύτερες σκέψεις την αράζουμε στην βεράντα του με τα πανέμορφα Ποντιακά βουνά απέναντι μας. Ο τυπάς στον καφενέ μας πετάει και λίγα Ελληνικά που στα σίγουρα θα έλεγα ότι ήταν Ρωμιός, Πόντιος. Η όλη εδώ περιοχή ανατολικά της Τραπεζούντας είναι γεμάτη Ελληνικά χωριά. Στα απέναντι βουνά βλέποντας δυτικά είναι και η γνωστή περιοχή της Σάντας, όπου Τούρκος δεν κατάφερε ποτέ να την κατακτήσει μέχρι που οι δυτικές δυνάμεις έδωσαν δύναμη στον Ατατούρκ, ας μην πάρουμε τα πολιτικά/ιστορικά γεγονότα της τότε εποχής γιατί θα χαλαστούμε άγρια. Εδώ ακόμα η Ελληνική/Ποντιακή διάλεκτος είναι ζωντανή, αλλά οι τόπακες αποφεύγουν να την χρησιμοποιήσουν φαντάζομαι για ευνόητους λόγους.

Την αράζουμε λοιπόν στην βεράντα με τσάι και γκοφρέτες, υπέροχος συνδυασμός Ε !!!, οι χαρακτηρισμοί στερεύουν, τα λόγια τα ίδιο, απλά εκεί καθιστοί ρουφώντας και μασουλώντας αγναντεύουμε αυτό το μαγικό/υπέροχο μέρος. 

Το τοπίο παραμένει μαγικό καθώς κατεβαίνουμε τα όρη, χωριά μικρά και ατημέλητα στο διάβα μας. Βλέπω τους κατοίκους και νιώθω ότι είναι Έλληνες, απομεινάρια εκείνης της εποχής και θα ήθελα πολύ να τους μιλήσω, να μιλήσω για το τότες, εκείνες τις εποχές, να μου δώσουν τις γνώσεις τους και τα πιστεύω τους για το όλο θέμα αλλά… ουτοπίες γυρεύω και σκέφτομαι, κανένας δεν θα τολμήσει να μου μιλήσει ανοιχτά και σταράτα για τέτοιο θέμα. Έτσι, έμεινα κι΄εγώ με τις σκέψεις μου και που ποτέ δεν θα μπορώ να μάθω αυτά που ήθελα τόσο έντονα.


uzungol

Σπαταλούμε ακόμα καμιά 40 χλμ στον κεντρικό πλέον ασφάλτινο δρόμο προς λίμνη Uzungol. Φτάνοντας, η λίμνη φαντάζει μικρή αλλά όμορφη και τα βουνά που την περιτριγυρίζουν έχουν καθαρά το Αλπικό στοιχείο. Αρκετός κόσμος, τουρίστες σαν εμάς σίγουρα, περπατάνε δίπλα απ΄την λίμνη για να απολαύσουν το όλο όμορφο σκηνικό που στήθηκε μπροστά στα μάτια μας. Απευθείας οδεύουμε στο ξενοδοχείο, ξεφορτώνουμε και αράζουμε στα δωμάτια μας για λίγη ηρεμία και ξεκούραση μετά τα απίστευτα έντονα συναισθήματα που νιώσαμε κατεβαίνοντας τα βουνά του Πόντου.

Εδώ το κρύο εντονότερο. Με τα ποδαράκια μας περπατούμε το χωριό με τις πολλές επιλογές για μάσα και ντυμένοι ζεστά μέχρι τα μπούνια αφού το κρύο μας βαρούσε κάπως έντονα. Και σίγουρα σούπα για αρχή και μετά κλασσική αμερικανιά…. χάμπουργκερ  με πατάτες για τους μισούς και οι υπόλοιποι μια υποσχόμενη μπριζόλα που πρότεινε ο ιδιοκτήτης με στυλ αμερικάνικης ταινίας του νότου.          

             Πρωινό δεν είχαμε στο ξενοδοχείο έτσι φορτώνουμε και άμεσα φεύγουμε με τους δείκτες του ρολογιού να λένε 8:00. Η διαδρομή μας για Τραπεζούντα θα μας περάσει απ΄την καρδιά του Πόντου με το αλπικό τοπίο δεξιά και αριστερά του δρόμου, μέχρι και υψόμετρο 300 μέτρα, γεμάτο Ελληνικά χωριά και ονομασίες και με παρέα το ποτάμι Όφις όπως ονομαζόταν από τους ντόπιους Ρωμιούς.

Η περιοχή τώρα ονομάζεται Caykara (κεντρικό χωρίο της περιοχής με Ελληνική ονομασία ΚατωΧώρι), σε παλαιότερα χρόνια η περιοχή όλη με τα χωριά της ονομαζόταν Γοργοράς. Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν τα Ποντιακά βουνά ως Παρύαδρα όρη. Εδώ επίσης βρήκαν καταφύγιο επί Οθωμανικής εποχής και Αρμένιοι καταδιωκόμενοι από άτακτες ομάδες Τούρκων. Οι πλείστοι κάτοικοι μετατράπηκαν σε μουσουλμάνους, απ΄την περιοχή εδώ μετέφεραν οι Τούρκοι πληθυσμό και τους επανεγκατέστησαν στα κατεχόμενα χωριά της Κύπρου Φλαμούδι, Δαυλός και Τρίκωμο. Μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα εδώ μιλούσαν τα Ρωμαίικα, τώρα πλέον πολύ λίγοι τα χρησιμοποιούν. 

Καθώς οδεύαμε για χωριό Caykara (Κατωχώρι), που ήξερα από πριν τα ιστορικά δεδομένα, ανάμενα ότι θα έκανα στάση για να το δούμε καλύτερα, ίσως και να πιούμε και καφέ σε ντόπιο καφενέ, να βρω την ευκαιρία ήθελα να μιλήσω με Πόντιο κ.λ.π. Όταν μπήκαμε στο μεγάλο χωριό, απογοήτευση… πολυκατοικίες, κάπως μοντέρνο σκηνικό τελείως άχαρο σε συνδυασμό με τις άτακτες μουσουλμανικού τύπου πόλεις. Πραγματικά σε καμιά φάση καθώς το διαπερνούσαμε δεν τόλμησα να σταματήσω, όπως μπήκαμε βγήκαμε.

Το ποτάμι Όφις παντοτινά δίπλα από την διαδρομή μας, οι πλαγιές των βουνών κι΄αυτές δίπλα μας με το υψόμετρο τους να μας δίνουν ιδιαίτερες εικόνες που ειλικρινά θύμιζαν το Αλπικό στοιχείο έντονα. Όλο τα σκηνικό δίνει άπλετη ευχαρίστηση να είσαι μέσα του, να καβαλάς το δικό σου «άτι» και να βρίσκεσαι ανάμεσα στο τοπίο αυτό.

Το μπλε φαίνεται στον ορίζοντα, η κίνηση μεγαλώνει, μπαίνουμε σε τετραπλής κατεύθυνσης δρόμο για Τραπεζούντα, δίπλα μας η Μαύρη θάλασσα. Η ψηλή νέφωση με το γαλάζιο της Μαύρης θάλασσας και την σχετικά χαμηλή θερμοκρασία νιώθουμε ότι το Φθινόπωρο είναι εδώ πλέον. Γυρεμό για πρωινό είναι στην άμεση ανάγκη μας, βρίσκουμε πάνω στο δρόμο εστιατόριο ξενοδοχείου με βεράντα και με άπλετη θέα την Μαύρη θάλασσα. Μας έφεραν τα… ΑΠΑΝΤΑ, ένα απίστευτα πλούσιο πρωινό με δεκάδες επιλογές, την κάναμε κανονικά ταράτσα και πληρώσαμε 8 ευρώ έκαστος.

Με μια κοιλιά διπλάσια πλέον συνεχίζουμε για Τραπεζούντα και μετά δρόμο Ε97 για επίσκεψη στην Παναγιά Σουμελά. Κοντεύοντας της μονής το σκηνικό γίνετε πάλι Αλπικό αλλά με αρκετή κίνηση και κόσμο. Πλέον δεν πας μέχρι την μονή με το όχημα σου αλλά με μικρά μίνι βαν και αυτό χαλά την μαγεία του. Πριν έβλεπες την μονή σαν ανέβαινες και καταλάβαινες το απίστευτο του κτισίματος της, ένα μοναδικό θέαμα που πότε δεν θα ξεχάσω όταν ξαναήρθα εδώ το 2014. Παρκάρουμε μηχανές στο χώρο σταθμεύσεως και ανεβαίνουμε με το μίνι βαν, σημειωτέων ότι πληρώσαμε και το μίνι βαν και την στάθμευση και να μπούμε στην μονή.


όταν πρωτοείδα το μοναστήρι το 2014

Η Ιερά Μονή Παναγίας Σουμελά είναι χριστιανικό μνημείο πλέον και λειτουργούσε ως μοναστήρι έως τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922. Είναι χτισμένη μέσα σε σπηλιά σε απόκρημνη πλαγιά του όρους Μελά, στην ενδοχώρα της Τραπεζούντας, όπου έχει πάρει και το όνομά της. Οι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος έκτισαν με τη συμπαράσταση της γειτονικής μονής Βαζελώνα κελί και στη συνέχεια εκκλησία μέσα στη σπηλιά, στην οποία είχε μεταφερθεί θαυματουργικά η εικόνα. Κοντά στο σπήλαιο κτίστηκε το 1860 ένας πανοραμικός τετραώροφος ξενώνας 72 δωματίων και άλλοι λειτουργικοί χώροι για τις ανάγκες των προσκυνητών, καθώς και βιβλιοθήκη. Γύρω από τη μονή ανοικοδομήθηκαν μικροί ναοί αφιερωμένοι σε διάφορους αγίους. Πολύτιμα έγγραφα και πολλά αρχαία χειρόγραφα φυλάγονταν στη βιβλιοθήκη του μοναστηριού, μέχρι τον ξεριζωμό. Μέσα στη βιβλιοθήκη της μονής βρήκε το 1868 ο ερευνητής Σάββας Ιωαννίδης το πρώτο ελληνικό χειρόγραφο του Διγενή Ακρίτα.

Επισκέπτες πολλοί, πάρα πολλοί και είναι ορατό ότι δεν είναι χριστιανοί αρκετοί. Όσο για την μονή, όσα και να πω, να δηλώσω, να βροντοφωνάξω… είναι ένα απίστευτο κτίσμα σε μια μοναδική τοποθεσία που εγώ δηλώνω ότι θα μπορούσε να είναι το 8ο Θαύμα του Κόσμου. Να περιγράψω την μονή θέλω άπλετο χρόνο και χώρο, το να ζεις την στιγμή εκεί πάνω, εκεί μέσα… μόνο αυτοί που βρίσκονται στον χώρο νιώθουν την στιγμή και αντιλαμβάνονται το δέος που σου προκαλεί το όλο σκηνικό. Σίγουρα φεύγουμε εκστασιασμένοι, επιπλέον λόγια δεν υπάρχουν για να σας μεταδώσω τι έχουμε δει και ζήσει.

Κατηφορίζουμε στα κεντρικά της χώρας με νότια πορεία. Δυστυχώς πολύ σύντομα τα πανέμορφα Ποντιακά βουνά μετατρέπονται σε άγονο γυμνό τοπίο. Προορισμός μας το Kemaliye όπου έχουμε αύριο επίσκεψη σε Dark Canyon. Το τοπίο και σκηνικό είναι όπως το έχω περιγράψει σε προηγούμενες ημέρες, τίποτα μα τίποτα δεν έχει αλλάξει. Από το Erzincan αλλάζουμε δρόμο, ένας δρόμος χωρίς αριθμό αλλά με λόφους ώστε να έχουμε εναλλαγές στην διαδρομή μας και με μια επιπλέον νότα καθώς ο Ευφράτης μας συνοδεύει σχεδόν σ΄όλη την διαδρομή. Είχαμε και μια μπόρα μπροστά μας που έδειχνε να μας απειλή αλλά τελικά της γελάσαμε. Νωρίς το βραδάκι μπήκαμε Kemaliye, βρίσκουμε δωμάτια στο κέντρο του μεγάλου χωριού που στην είσοδο του ήταν γεμάτη αυτοκόλλητα λεσχών μοτοσικλέτας. 

Το βραδάκι τρώμε στο ξενοδοχείο παρέα με την μπόρα που ξεγελάσαμε, να ρίχνει καρεκλοπόδαρα και ντουλάπες μαζί αλλά και αέρα με αρκετά μποφοράκια. Τελειώνοντας τα ντόπια εδέσματα η μπόρα τέλεψε κι΄αυτή έτσι βγαίνουμε για μικρή βόλτα. Το Kemaliye έχει παραδοσιακό χαρακτήρα που δεν έχω ξαναδεί στην Τουρκία, υπέροχα στενά με πέτρινες βρύσες που θύμιζε Ιταλικό ταμπεραμέντο, σπίτια με ξύλινη επένδυση και γενικά επικρατεί μια παραδοσιακή ατμόσφαιρα.       

                   

Είσοδος στο Dark Canyon


Με τον Ευφράτη ποταμό σαν θέα απ΄το παράθυρο μου και χωρίς Ιμάμη ευτυχώς, ένα ηλιόλουστο πρωινό μας βρίσκει.  Πρόγευμα, φόρτωση μηχανών και πίσω 3 χλμ για επίσκεψη στο γνωστό Dark Canyon. 

Η είσοδος στο Dark Canyon θυμίζει είσοδο γαλαρίας, χωματόδρομος αρχινά και δίπλα ο Ευφράτης ποταμός που εδώ και μέρες μας έγινε σκιά. Στενή η οδός και χαράδρες δίπλα, βέβαια να πέσεις σε νερό θα βρεθείς όχι όπως στον D915 που θα πέσεις στο χάος. Προχωρήσαμε 2-3 χλμ και σταματήσαμε να περιεργαστούμε τον χώρο.

Το Dark canyon έχει μήκος 9 χλμ, ύψος 1,000 μέτρα και πλατύς λιγότερο από 2 μέτρα και έχει 38 τούνελ. Βρίσκεται στα Munzur όρη και τον ποταμό οι αρχαίοι Έλληνες τον ονόμαζαν Τηλεβόας, βέβαια μιλάμε για τον Ευφράτη ποταμό. Άρχισε να κτίζετε το 1870 χωρίς μηχανήματα παρά μόνο εργατικό δυναμικό και χρειάστηκε 130 χρόνια για να τελειώσει.

Βέβαια η χωμάτινη οδός δεν έχει τα 1,000 μέτρα ύψος ούτε και 2 μέτρα πλάτος αλλά το χωμάτινο κομμάτι είναι τραχύ και άγριο και χρειάζεται προσοχή. Και ξεκινούμε για κεντρικά της χώρας διαμέσου δρόμου D260, με προορισμό ημέρας την πόλη Βενέσα ή Avanos στα βόρεια της Καππαδοκίας.

Πολλές ευθείες, ανοιχτοί δρόμοι με σχεδόν τίποτα να δουν τα μάτια μας, είναι και η εποχή τέτοια βέβαια που το χρυσό-καφέ κυριαρχεί παντού. Αργά απόγευμα μπαίνουμε στην Καππαδοκία, το δειλινό μαζί με το ηλιοβασίλεμα μας χρωμάτιζαν όμορφα το ανοιχτό τοπίο της περιοχής. Με αυτό το μοτίβο εισερχόμαστε στην Βενέσα, το ξενοδοχείο μας στον κεντρικό δρόμο της νέας πόλης έτσι το βρίσκουμε εύκολα. Καλοσυνάτος μας φάνηκε ο 60ρης και πλέον ξενοδόχος με αρκετή όρεξη για κουβέντα. Έτσι βρίσκουμε κι΄εμείς την ευκαιρία να τον ρωτήσουμε που να πάμε για φαί. Ακολουθούμε τις οδηγίες του δυστυχώς, δυστυχώς γιατί εκεί που πήγαμε σκοτωθήκαμε να τους δώσουμε να καταλάβουν τι θα φάμε. Τελικά, τα μισά απ΄αυτά που παραγγείλαμε ήρθαν λάθος και το κερασάκι στην τούρτα ήταν οι τιμές που πληρώσαμε, το φυσάγαμε και δεν κρύωνε. 

 

φτάνοντας Καππαδοκία το ηλιοβασίλεμα

Στο ημιυπόγειο του ξενοδοχείου είμαστε μόνοι, το πρόγευμα πολύ λιτό. Περιττό να πω ότι πριν φύγουμε σχεδόν όλοι τρέχαμε εκεί που πάει και ο βασιλιάς μόνος του.  Σήμερα έχουμε λίγα χιλιόμετρα να καλύψουμε κι΄έτσι στο πρόγραμμα μπήκε μια γνωριμία με την Βενέσα. Παίρνουμε μηχανές, περάσαμε το γεφύρι του Άλυ ποταμού όπως τον ονόμαζαν οι Έλληνες Καππαδόκες και παρκάρουμε στο παλιό κέντρο. Εδώ θα πάρουμε τα καλά μας ποδαράκια για να την γνωρίζουμε στα ενδότερα της.


Το διασημότερο ιστορικό χαρακτηριστικό της Βενέσας, το οποίο εξακολουθεί να είναι επίκαιρο και πολύ ορατό σήμερα, είναι η παραγωγή πήλινων αγγείων της. Είναι επίσης η μεγαλύτερη οικονομική δραστηριότητα στην κωμόπολη. Το εμπόριο κεραμικών σε αυτήν την περιοχή και τα αμέτρητα εργοστάσια αγγειοπλαστικής χρονολογούνται από την εποχή των Χετταιών, και ο κεραμικός πηλός από την κόκκινη άμμο του Άλυ ποταμού χρησιμοποιούνταν από πάντα. Αποτελεί δημοφιλή προορισμό λόγω της ελκυστικής παλαιάς πόλης με τα λιθόστρωτα δρομάκια και τη θέα στο ποτάμι. Μεγάλη κοινότητα Ελλήνων ζούσαν εδώ μέχρι το 1923.

Από νωρίς φάνηκε ο γραφικός και παραδοσιακός της χαρακτήρας. Περπατώντας στα στενά σοκάκια είναι ορατή η γραφικότητα και επίσης ότι εδώ ζουν άνθρωποι με καλλιτεχνικές φλέβες. Πολλά πέτρινα σπιτάκια είναι διακοσμημένα με λογής κατασκευές, οι κήποι με πλούσια βλάστηση από Βουκαμβίλιες κυρίως, οι εξώπορτες βαμμένες με όμορφα μοτίβα και χρώματα ζωντανά, τοίχους διακοσμημένους με χειροποίητες κατασκευές και γενικά αυτό το καλλιτεχνικό στοιχείο να είναι ζωντανό παντού. Βέβαια είδαμε και αρκετά ερειπωμένα σπίτια γεμάτο σκουπίδια στις αυλές τους, φαίνεται όσα σπίτια δεν αξιοποιήθηκαν οι ντόπιοι «καλλιτέχνες» τα έκαναν χωματερές.


Άλυς ποταμός της Βενέσσας.

Η παλιά πόλη διαθέτει και σπίτια κτισμένα παραδοσιακά με ξύλο και πέτρα που μάλλον ήταν παλιά Ελληνικά αρχοντικά. Πολλά τέτοια αρχοντικά στην περιοχή όταν έφυγαν οι Έλληνες, έγιναν μαγαζιά, ξενοδοχεία, καφέ, εστιατόρια και γενικά τα εκμεταλλεύτηκαν οι Τούρκοι τουριστικά. Πολλά επίσης μαγαζιά πωλούσαν κατασκευές από πηλό, ωραιότατες μπορώ να πω κατασκευές που σίγουρα θα αγοράσεις κάτι σαν σουβενίρ, έτσι βέβαια κάναμε κι΄εμείς. Να βολτάρεις μέσα στην παλιά Βενέσα αξίζει ανεπιφύλακτα και πρέπει ο ταξιδιώτης να δώσει χρόνο γιατί απλά, το αξίζει.

Τελειώσαμε την περιδιάβαση μας μ΄ένα καφέ δίπλα από τον Άλυ ποταμό που είναι και ο μεγαλύτερος της Μικράς Ασίας με μήκος 1,150 χλμ μήκος. Κάτι που ζήσαμε πολλές φορές εδώ στην Τουρκία είναι ότι πολύ λίγοι μιλούν αγγλικά και συνήθως γίνεται ένα μπάχαλο μέχρι να βρούμε άκρη και επίσης πολλές φορές δεν ήξεραν να χρησιμοποιήσουν της μηχανές POS, μια φορά στο Κόραμα σε χώρο πολύ τουριστικό χρειάστηκε πέραν των 30 λεπτών μέχρι να τα καταφέρουν… Τι να πω !!!

Αφήνουμε την Βενέσα με χαρά γιατί είχαμε την ευκαιρία να ζήσουμε μια αξιόλογη πόλη της Καππαδοκίας με αρκετά έντονο το Ελληνιστικό στοιχείο που άφησαν πίσω αυτά τα αλλότρια μέρη. Ξεκινούμε για Ικόνιο, αυτοκινητόδρομος για γρήγορη επέλαση των χιλιομετρικών αποστάσεων αλλά πρώτα μια μικρή στάση στην αλμυρή λίμνη Τουζ, 150 χλμ νότια της Άγκυρας.

Τα χιλιόμετρα φεύγουν εύκολα με ταχύτητες των 120 χλμ/ω και παράκαμψη των 150 χλμ για αλμυρή λίμνη. Πόλυ άσχημο το οδόστρωμα για την λίμνη έτσι ένα πιάτο πήλινο από Βενέσα το σπάσαμε. Φτάνουμε στην είσοδο του εργοστασίου επεξεργασίας αλατιού λίγο πριν την λίμνη, ο φρουρός εκεί κάτι μας είπε που δεν καταλάβαμε αλλά λόγω του άσχημου οδοστρώματος, ακυρώνουμε την επίσκεψη. Δεν χάσαμε και κάτι σπουδαίο, απλά είχαμε χρόνο και είπαμε να περάσουμε να πούμε ένα… γεια.  

Νότια κατευθυνόμαστε για Ικόνιο με τον αυτοκινητόδρομο για να σκοτώσουμε την ώρα γρηγορότερα. Όπως οδηγούσα είδα κάτι μικρό, μαυριδερό σε χρώμα να περνάει από δίπλα μου. Δεν κατάλαβα τι ήταν αλλά σύντομα με έφτασαν οι συνταξιδιώτες μου λέγοντας ότι κάτι έφυγε απ΄την μηχανή μου. Σ΄ένα γρήγορο έλεγχο τελικά ήταν η GoPro μου, όχι ρε γμτ. Η βάση της ήταν περιστρεφόμενη και φαίνεται από την πίεση του αέρα εδώ και μέρες, αδυνάτισε και έσπασε. Πηγαίνω πίσω και είμαι τυχερός, την βρίσκω στην άκρη του δρόμου και χωρίς να την πάτησε αυτοκίνητο, τύχη βουνό μέσα στην ατυχία μου.

Φτάνουμε Ικόνιο, τεράστια πόλη και σημαντική πόλη του Ισλάμ αλλά αυτό δεν μας ενδιαφέρει καθόλου. Εδώ θα γίνει και η τελευταία διανυκτέρευση του ταξιδιού. Αύριο ημέρα επιστροφής. 

 

Ξεκινούμε πρωί, πιο πρωί από άλλες φορές γιατί θέλουμε να δώσουμε χρόνο σε περίπτωση οποιασδήποτε ανάγκης. Καθαρά νότια κατεύθυνση για Μεσογειακά παράλια και συγκεκριμένα την μικρή πόλη Tasucu όπου και το λιμάνι επιστροφής. Ανεβαίνουμε και κατεβαίνουμε α βουνά της Καραμανιάς με υπέροχες διαδρομές σε σημεία και αρκετό πράσινο από τα δάση της. Στο κατέβασμα όμως σε υψόμετρο γύρω στα 300 μέτρα, μια ζεστή αύρα αέρα μας προετοίμαζε ότι φτάναμε Μεσόγειο, πετάμε ότι φορούσαμε και μένουμε με τα φανελάκια γιατί αλλιώς δεν γινότανε.

Το καλό μου μαραφέτι, GPS, μου δείχνει τα χιλιόμετρα που όλο και λιγοστεύουν, αυτό ισοδυναμεί ότι φτάσαμε στο τέλος, στην απτή αλήθεια του τέλους, τίτλοι τέλους για ακόμα ένα ταξίδι.

 

τα χιλιόμετρα τελειώνουν, κοντεύουμε στο τέλος του ταξιδιού

Το ταξίδι μας στα Βασίλεια της Ανατολής μας κόστισε 4,200 χλμ, έχουμε σχεδόν καλύψει όλη την κεντρική και ανατολική Τουρκία στην προσπάθεια μας να δούμε αυτά τα αρχαία βασίλεια και την ιστορία που φέρουν μαζί τους.

Δρόμοι του Μεταξιού ήταν μεταξύ αυτών που είχαμε την τύχη να πατήσουμε κι΄ εμείς τις δικές μας ρόδες μέσα στις χιλιάδες χιλιόμετρα που σπαταλήσαμε για να ζήσουμε νοερά αυτά τα βασίλεια. Σ΄αυτά τα αλλότρια μέρη είδαμε πολιτισμούς και τα απομεινάρια τους, είδαμε και ζήσαμε από πρώτο χέρι μέρη υπέροχα, μέρη μαγευτικά, μέρη που ο ρους της ιστορίας τα άλλαξε με βία, μέρη που ποτέ δεν ξεχαστούν γιατί είναι εμπλουτισμένα με αρχέγονους δυνατούς πολιτισμούς.   

Αλλά, τα βουνά του Πενταδακτύλου μας περίμεναν, είναι το ορόσημο ότι εδώ φτάσαμε σε ακόμη ένα τέλος, σε ακόμη ένα ταξίδι με αίσιο τέλος, σε ακόμη ένα ταξίδι μου μας έδωσε πολλά. 


Ειδικότερα όμως… είδαμε παντού Ελληνισμό !!!


Φωτογραφίες: 


προς την Λίμνη Βάν


Στα έγκατα της ανατολίας προς το όρος Αραράτ.

Σύνορα Αρμενίας προς Καρσούντα


Καρσούντα, έτοιμοι για αναχώρηση.


Στο αχανές τοπίο της Ανατολίας.

Τσάι σε καφενέ

κοντεύοντας Bayburt

Πέρασμα Soganli, 2330m

Αρχισαν να φαίνονται τα σύννεφα, κοντεύουμε για το δρόμο d915


τέλος διαδρομής , τσάι με φανταστικη θέα

κατεβαίνοντας προς Uzungol


uzungol

Στην καρδιά του Πόντου

Μαύρη Θάλασσα.


μονή Σουμελά

μονή Σουμελά

μονή Σουμελά



προς Kemaliye με την μπόρα μπροστά μας

Kemaliye

Kemaliye

Kemaliye

αναχώρηση για Dark Canyon


οδηγώντας μέσα στο φαράγγι

Προς Καππαδοκία.



Βενέσσα στα σοκκάκια 

προς Ικόνιο

κατεβαίνουμε τα όρη του Ταύρου.



Βενέσσα, καλλιτεχνική πινελιά

Μαγαζί με σουβενίρ στην Βενέσσα.



Ανατολία  μέρος πρώτο.

κείμενο/ φωτογραφίες: Αχιλλέας Ασκότης




















Αφημένα μέρη, διαδρομές ατεκμηρίωτες, τοποθεσίες αθέατες… μερικά απωθημένα ενός μυαλού που παντοτινά «ταξιδεύει». Δεν είναι φτηνές αφορμές για γύρες, δεν είναι παιδιαρίστηκα καμώματα μιας φευγάτης σκέψης αλλά αυτά που έμειναν σαν ανεξίτηλα «Θέλω» και «Πρέπει» καρφιτσωμένα πάνω σ΄ένα χάρτη. 

Η κοντινή μας Ανατολία με τα αμέτρητα Βασίλεια της μέσα στους αιώνες, μας υπόσχεται εντόνως και εμπράκτως υπέροχες διαδρομές και τοπωνύμια που ξεχωρίζουν. Οι μυρωδιές των μπαχαριών στα παζάρια, η ποικιλομορφία απ΄τους λαούς που την κατείχαν και τα απομεινάρια τους, είναι επίσης αγαθά που εντάσσονται στην ενότητα…. «Ταξιδεύω προς Ανατολάς». Η όλη αχανής έκταση της αλλότριας αυτής γης πλέον, φιλοξενούσε κάποτε και τους δρόμους του Μεταξιού, συνάμα με όλα τα φανταστικά μνημεία που αφέθηκαν στα χώματα της. 

Αυτά τα μικρά δεδομένα που για μένα φαντάζουν σαν τον βράχο του Γιβραλτάρ, με έχουν ωθήσει να καβαλήσω το VStrom μου και να του φορτώσω μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα στο ψηφιακό του κοντέρ. Όπως συχνά γίνεται, σχεδόν σε κάθε ταξίδι, πράγματα μένουν πίσω, επισκέψεις και διαδρομές.    

Ένα ταξιδιωτικό στα έγκατα της Ανατολίας όπως επίσης και του αλησμόνητου Πόντου μας αναμένει. Οι ρόδες μας θα κυλήσουν στα μέρη αυτά με το κοντέρ να προσθέτει  γύρω στα 4,000 χλμ επιπλέον. Ένα μίγμα κουλτούρων και βασιλείων είναι μέσα στις επισκέψεις μας, δεν μπορούσαμε να μην ζήσουμε αυτό το πατρογονικό και συνάμα αρχαίο συναίσθημα του χώρου που θα βρισκόμαστε. Τα υπόλοιπα… επί των οδών.


ΔΡΟΜΟΣ D400, ΠΑΡΑΛΙΑ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ

   


Αφετηρία η Λευκωσία, νήσος Κύπρος. Προετοιμασίες έντονες τους τελευταίους μήνες καθώς η ανεύρεση χαρτών για το GPS και το όλο στήσιμο του ταξιδιού είχε πολλές ανατροπές και μπουρδουκλώματα που μου έκαναν τη ζωή δύσκολη, ακόμη και 3 μέρες πριν την αναχώρηση είχαμε ανατροπές συνεχείς γιατί οι τούρκοι συνεχώς άλλαζαν τα δεδομένα, πότε θα έφευγε το φέρρυ, τι ώρα κ.λ.π. 

Φτάνουμε στο οδόφραγμα της ντροπής για να περάσουμε στα κατεχόμενα μέρη μας αλλά και πάλι βρίσκουμε πρόβλημα. Το σύστημα των κατακτητών μας για «εξαγωγή των μηχανών», δεν δούλευε κι΄έτσι έπρεπε να περιμένουμε για 1, 5 ώρα εκεί.  Το φέρρυ μας θα αναχωρούσε 10:30 πρωινή. Με μπόλικο άγχος φτάνουμε στο λιμάνι της Κερύνειας, κάνουμε χαρτούρα και λοιπές διαδικασίες και επιβιβαζόμαστε επιτέλους.

Λιμάνι εισόδου στην Τουρκία το Tasucu, εδώ συνολικά θέλαμε 2,5 μέχρι 3 ώρες να τελειώσουμε όλη την γραφειοκρατία, τώρα μας πήρε 45 λεπτά… κάποιος μας αγαπάει τελικά εκεί πάνω. Ώρα 2:30 δειλινή και αναχωρούμε προς Καππαδοκία και συγκεκριμένα στο Guzelyurt. Ο D-400 μας περνάει δίπλα από νότιες ακτές της Μεσογείου ανάμεσα από μικρές πόλεις και χωριά με αρκετές μπορώ να πω εγκαταστάσεις τουριστικές. Το κλασικό μπάχαλο σε πόλεις, αυτοκίνητα να κάνουν ότι θέλουν και όπως θέλουν, αρκετά φορτηγά να μας δυσκολεύουν την κατάσταση περισσότερο, η επίσης κλασική γενική ακαταστασία να είναι υπαρκτή παντού…. αυτό είναι το μοτίβο που θα βλέπουν τα ματάκια μας για τα επόμενα 100 χλμ.   

Πριν την Μερσίνα πιάνουμε τον αυτοκινητόδρομο και από Ταρσό πλέον βάζουμε ρότα για τα ενδότερα. Ο ρυθμός μας αυξάνεται όπως επίσης και το υψόμετρο. Πλέον βλέπουμε πράσινο, δάση και μια ορεινή ατμόσφαιρα μας καλοδέχεται. Το μαραφέτι μου (GPS) μας λέει ότι ταξιδεύουμε άνω των 1,000 μέτρων και μια σχετική δροσιά ακουμπάει τα ανεμοδαρμένα κορμιά μας. Το υψόμετρο σπάνια έπεσε κάτω των 1,200 μέτρων και αυτό μας χαροποιεί ιδιαίτερα.

Προχωρώντας στα κεντρικά της χώρας, το τοπίο αλλάζει, γίνεται πιο ξερό και πιο γυμνό. Οροπέδια, κυρίως άγονα, πολλά στο διάβα μας καθώς το δειλινό απλόχερα χρωματίζει το γυμνό τοπίο κάνοντας το να ξεχωρίζει. Βγήκαμε από τον αυτοκινητόδρομο για να πάρουμε μικρότερο δρόμο, καθώς ο ήλιος έπεφτε πίσω από κορυφές. Οδηγούσαμε σχεδόν στο σκοτάδι για άλλα 40 λεπτά μέχρι το Guzelyurt ή  Καρβάλη, όπως την ονόμαζαν οι Έλληνες που έμεναν εκεί μέχρι το 1923.

Η Καρβάλη όπως και η όλη περιοχή της Καππαδοκίας, κατοικείτο από χιλιάδες Έλληνες. Η περιοχή πρωτοκατοικήθηκε από τους Χεταιούς. Γενικά, Μικρά Ασία και Καππαδοκία άρχισε να κατοικείται από Ελληνικά φύλα από το 1,300 π.χ. Η λέξη Καππαδοκία σημαίνει « Η χώρα των όμορφων Αλόγων». Οι Έλληνες αναγκάστηκαν να φύγουν για Ελλάδα το 1924 στην ανταλλαγή πληθυσμών που συμφωνήθηκε τότε.   

Βρίσκουμε το κατάλυμα μας, παλιά μεγάλα Κονάκια Ελλήνων αποτελούν το όλο σύνολο του συγκροτήματος αυτού. Υπέροχα σπίτια με αυλές, όλα πέτρινα κτισμένα και με καθαρά παραδοσιακή τεχνοτροπία. Αράζουμε στα δωμάτια μας τα πράγματα μας και άμεσα στο εστιατόριο του καταλύματος για φαγομαχίες, ευτυχώς βρήκαμε και μπύρες για να κλείσουμε την 1η μας βραδιά.

Όπως αναμενόταν, ο Ιμάμης μας ξύπνησε πριν χαράξει η ανατολή έτσι μου έδωσε την ευκαιρία να βγω στο μπαλκόνι να τραβήξω βίντεο και φωτογραφίες. Εκεί λοιπόν που στεκόμουν, πρόσεξα μια επιγραφή πάνω από μια πόρτα στο διπλανό κτίσμα, παρατηρώντας εντονότερα κατάλαβα ότι ήταν Ελληνικά. Πηδάω τον μαντρότοιχο και κοντεύω για να την αποθανατίσω. Η ημερομηνία ήταν καθαρή, 10 Ιουλίου 1903 και το όνομα σχεδόν ορατό, Γ. Ε. Σουμπουλόγλου, που δεν αφήνει απορίες σε ποιόν ανήκε. Το κείμενο βέβαια δεν μπόρεσα να καταλάβω τι λέει, ειδικός Τουρκολόγος με επιπλέον σπουδές στα Καραμανλήδικα μου έκανε την μετάφραση «Τα επίγεια είναι και δικά σου και δικά μου, το νερό της δικαιοσύνης είναι και δικό σου. Ο θάνατος μου ούτε δικός σου είναι ούτε δικός μου είναι». Πραγματικά ένιωσα δέος μετά που έγινε η μετάφραση, μεταφέρομε νοερά στο χώρο που βρήκα την επιγραφή και προσπαθώ να αντιληφθώ τι ήθελε να πει ο ιδιοκτήτης, νομίζω τα λόγια του προμήνυαν τι έπεται.  


Σαλαμής  




Πρόγευμα σχετικά πλούσιο με αρκετό ανατολίτικο χαρακτήρα, πιπεριές και άλλα τόσα μπαχάρια αναμειγμένα σε ζεστά πιάτα, γέμιζαν την πρωινή μας κατάνυξη. Ο χώρος έμοιαζε με παλιά εκκλησιά τύπου βασιλικής αλλά δεν καταφέραμε να πιστοποιήσουμε αυτό που νομίζαμε όσο κι΄αν δοκιμάσαμε να βρούμε απτά στοιχεία. Βέβαια πάρα πολλά κτίσματα της πόλης ήταν Ελληνικά και με Ελληνικές χριστιανικές επιγραφές στην κυρία είσοδο, αυτά τα λέω γιατί είναι υπαρκτά και τα ζήσαμε από πρώτο χέρι.

Το πρόγραμμα της ημέρας έλεγε μια γύρα στην Σαλαμίς (Selime) και Περίστρεμα (Ihlara valley) όπως και στα αξιοθέατα της Καρβάλης. Ηλιόλουστη μέρα αλλά το κρύο τσιμπούσε στα 1,500 μέτρα που βρισκόμασταν και οδεύαμε για Περίστρεμα ή Ihlara valley πρώτα, και σε καμιά 20 χλμ ήμασταν εκεί. Η κοιλάδα εντυπωσιακή και γεμάτη τεράστια δέντρα παρόλη την απόλυτη ξηρασία που επικρατούσε στα υψίπεδα που την περιτριγύριζαν. 

Αυτό που κάνει την κοιλάδα μοναδική είναι το ιστορικό υπόβαθρο των κατοίκων της. Όλη κοιλάδα με το φαράγγι της είναι σκαμμένες για οικισμούς προστασίας και εκκλησιές από την εποχή του Βυζαντίου, 7ο αιώνα, από Έλληνες Καππαδόκες. Όλη η κοιλάδα έχει μήκος 14 χλμ.

Στάση πρώτη στην εκκλησιά Άλα (παράξενο όνομα) μέσα σε βράχο και δίπλα ένα «εργοστάσιο» παραγωγής λινελαίου με φόντο βέβαια την εύφορη κοιλάδα του Περιστρέματος. 

Η εκκλησία Άλα κτισμένη μέσα σ΄ένα τεράστιο βράχο με πολλές πλούσιες τοιχογραφίες, χρονολογείται από το 1,000 μ.Χ.  Αυτό που χαρακτηρίζει την εκκλησιά είναι το μέγεθος της και το βάθος του χώρου και θεωρείται από της μεγαλύτερες εκκλησιές της Καππαδοκίας.

Κατηφορίζουμε μια πετρόκτιστη οδό προς χωριό Belisirma που στα Ελληνικά φέρει το ίδιο όνομα με την κοιλάδα,  σαν ακατοίκητο μου φαντάζει, πολλά σπίτια αφημένα στον χρόνο. Φτάνοντας στο τέρμα της κοιλάδας, πολλά ανατολίτικου τύπου καφέ μας περίμεναν, κατεβαίνουμε στο πρώτο για τσάι κι΄ένα νεροζούμι για καφέ επάνω στον μικρό ποταμό. Ο τύπος μας ρώτησε από πού είμαστε και απαντάμε Γιουνάν (Έλληνες) και τότε άρχισε να μας λέει ότι έχει φίλους Έλληνες που έρχονται συχνά και παίζουν μουσική. Μας φέρνει κι΄ένα βιβλιαράκι για την ιστορία του Καρβάλη (Guzelyurt) και μέσα αναγράφονται όλα όπως ήταν, δηλαδή πόσοι Έλληνες έζησαν εδώ μέχρι το 1923. 

Αφήνουμε την πεδιάδα και ανεβαίνουμε στο νεκρό τοπίο για Σαλαμίς (Selime). Πολύ σύντομα φάνουμε στο χωριό, κατεβαίνουμε από μηχανές κι΄ ένας τυπάς μας λέει ότι πρέπει να έχουμε εισιτήριο για να μπούμε στις σπηλιές. Έτσι, κάνουμε ένα περίπατο και χαζεύουμε την πολιτεία με τις σπηλιές. Κάποια μαγαζάκια με σουβενίρ, κατασκευές με πυλό και χαλιά χρωματίζουν κάπως το απόλυτο ξερό της περιοχής.

Επιστροφή για Καρβάλη όπου, 1-2 χλμ πριν, μια ταμπέλα μας λέει για εκκλησία Αναλήψεως. Σίγουρα ακολουθούμε τον μικρό κακοτράχαλο δρόμο για εκεί χωρίς δισταγμό. Κτισμένη σ΄ένα λόφο δίνει υπέροχες θεάσεις της περιοχής. Πληρώνουμε και εισιτήριο και αρχίζουμε περπατητοί να προσπερνάμε τα σκαλιά.

Κτίσμα του 1864 σε ερείπια παλιού Βυζαντινού ναού. Προοριζόταν για ιερατική σχολή ο χώρος αλλά ο ρους της ιστορίας δεν άφησε περιθώρια. Δίπλα στην εκκλησιά είναι κτισμένα 6 κελιά, αναγνωστήριο και τραπεζαρία.      

Η θέα όμως μας κρατάει ακόμη περισσότερο στον χώρο παρά η σημασία της εκκλησιάς, φώτο και βίντεο αρκετά. Φεύγουμε για την επόμενη επίσκεψη, 4-5 χλμ μετά την Καρβάλη, η κόκκινη εκκλησία. Βγαίνουμε από τον κεντρικό δρόμο και παίρνουμε χωματόδρομο για κανένα χιλιόμετρο.

Μόνη της στέκει εκεί, στη μέση του πουθενά, με το κοκκινωπό της χρώμα ακόμα να κρατεί. Εδώ βλέπω ότι η κάμερα μου δεν γράφει, κάτι έπαθε ρε γμτ, μάλλον την έβαψα.

Ακριβή ημερομηνία που κτίστηκε δεν είναι γνωστή αλλά πιστεύεται από 5ο μέχρι 9ο αιώνα. Κόκκινη ονομάστηκε από το χρώμα των πετρών που χρησιμοποιήθηκαν για το κτίσιμο της.  Η εκκλησίας είναι δοσμένη στον Άγιο Παντελεήμονα. 

Περιεργαζόμαστε αρκετά τον χώρο, οι εικονογραφίες είναι πολύ λίγες και σε σχετικά άσχημη κατάσταση παρόλο που ανακηρύχτηκε μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς το 2008 και συντηρήθηκε το 2011.

Γύρες στην Καρβάλη συνοδευμένες με τσάι και καφέδες, η Καρβάλη έχει πολλά να δώσει στον επισκέπτη και γι΄αυτό την προτιμήσαμε από άλλα πολύ πιο τουριστικά μέρη της Καππαδοκίας.  

Ο Ιμάμης και πάλι δίνει το έναυσμα για άνοδο απ΄το κρεβάτι. Φορτώνουμε, τρώμε το πλούσιο πρόγευμα και στις 8:30 ξεκινούμε από την πολύ ενδιαφέρουσα Καρβάλη. Ήλιος με σχετικά κρύο αέρα κτυπάει τα κορμιά μας καθώς οδεύουμε για την καρδιά της Καππαδοκίας. Το τοπίο συνεχίζει να είναι απόλυτα άγονο και ξηρό, δεν υπάρχει τίποτα για φώτο. Σύντομα φτάνουμε στην Νεάπολη ή αλλιώς Nevsehir, μια μικρή πόλη που δεν μοιάζει με τις κλασσικές μουσουλμανικές πόλεις αφού όλα είναι όμορφα τακτοποιημένα. Ακολουθεί άμεσα το Uchisar με το επιβλητικό του κάστρο που από μακριά φαντάζει σαν μυρμηγκοφωλιά. Και αμέσως μετά, σ΄ένα πλάτωμα, φαίνεται η πεδιάδα με τα ηφαιστιογενή φουγάρα, η πεδιάδα του Κοράματος (Goreme). Παρκάρουμε μηχανές στην «βεράντα» με την άπλετη θέα και αρχίζουμε άμεσα φωτογραφίες, βίντεο, πόζες κ.λ.π. παιδιαρίστηκα καμώματα. Ένα καφέ εκεί με θέα την κοιλάδα με τα αμέτρητα διάσημα φουγάρα μας φιλοξενεί, όπως και άλλες ορδές τουριστών, για ξεκούραση και υγρά.


κόκκινη Εκκλησία.



Η ιστορική περιοχή της Καππαδοκίας είναι ένα μοναδικό οροπέδιο 900 μέτρα πάνω από το επίπεδο της θάλασσας που βρίσκεται στην περιοχή της Κεντρικής Ανατολίας στην Τουρκία.  Το όνομα Καππαδοκία (Αρχαία Ελληνική ονομασία) προέρχεται από το περσικό katpatuka που σημαίνει «η γη των όμορφων αλόγων» λόγω της ανεπτυγμένης και ξακουστής για την περιοχή ιπποτροφίας. Πρώτοι κάτοικοι ήταν οι Χετταίοι και στην συνέχεια κατακτήθηκε από τους Πέρσες. Τον 1ο αιώνα π.Χ. ξεκίνησε η Ελληνιστική περίοδος και αργότερα η Ρωμαϊκή. Το Ελληνικό στοιχείο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το οροπέδιο της Καππαδοκίας.

Κατά την ανταλλαγή πληθυσμών το 1924 χιλιάδες Έλληνες άφησαν πίσω τους τις περιουσίες τους, τον τόπο τους, κάτι που γίνεται ακόμα και σήμερα αντιληπτό από τα τοπωνύμια, τις Χριστιανικές εκκλησίες και τα παλιά Ελληνικά αρχοντικά. Δεκάδες εκατομμύρια χρόνια πριν η μανία των ηφαιστείων, του αέρα και της βροχής δημιούργησαν το σεληνιακό τοπίο που δεύτερο στον κόσμο δεν υπάρχει. Χιλιάδες χρόνια πριν οι κάτοικοι της περιοχής εκμεταλλεύτηκαν τους κωνικούς σχηματισμούς από πορώδη πέτρα και τους χρησιμοποίησαν σαν κατοικίες ενώ εκατοντάδες χρόνια πριν οι χριστιανοί τους μετέτρεψαν σε εκκλησιές και καταφύγια. Η όλη περιοχή κατέχει πάνω από 700 εκκλησιές και μοναστήρια δείχνοντας μας πόσο έντονο το Ελληνιστικό στοιχείο υπήρχε στην περιοχή.

Οδηγάμε στην καρδιά του Κοράματος, το τουριστικό στοιχείο εδώ είναι έντονο, δεν θυμίζει ανατολή ούτε και Τουρκία. Κόσμος παντού να φωτογραφίζει, να περπατά, να πίνει καφέδες κι άλλα δυτικού τύπου μοτίβα, γι΄αυτό και διάλεξα την Καρβάλη για διανυκτέρευση που είναι πιο γραφική και άσπιλη από τέτοια. Πάμε για Ποταμιά (Ortahisar), άτσαλη μικρή πόλη αλλά στο γραφικό τουριστικό κομμάτι της τα πράγματα είναι κάπως καλύτερα. Κι΄εμείς στην πλατεία δίπλα από το κάστρο της και αγναντεύουμε τα πέριξ. Στο κάστρο δεν βγήκαμε γιατί εκατοντάδες σκαλιά (300 πόδια ύψος) μας περίμεναν όπως επίσης και εκατοντάδες χλμ μέχρι την Μελιτηνή (Malatya), έτσι σπαταλήσαμε τον χρόνο μας κάτω από το κάστρο περπατώντας το τουριστικό κέντρο και φυσικά βίντεο και φώτο για να αποδείξουμε ότι ήμασταν… εδώ.

Και απ΄εδώ πλέον, μερικές εκατοντάδες χλμ για Μελιτηνή. Η ιστορική πρωτεύουσα της Καππαδοκίας, Καισάρεια ή Kayseri έρχεται στο προσκήνιο.

Ιστορική πόλη που πάει 2000 χρόνια πριν τη γέννηση του Χριστού, εμπορικό σταυροδρόμι από την Σινώπη μέχρι τον Ευφράτη ποταμό και την Περσική αυτοκρατορία, δρόμοι του Μεταξιού. Εδώ διοικούσαν πρώτοι οι Ασσύριοι και οι Χετταίοι, ακολούθησαν οι Ρωμαίοι και τέλος οι Σελτζούκοι Τούρκοι. Εδώ γεννήθηκε και ο Άγιος Βασίλειος, ένας από τους πατέρες της Καππαδοκίας. 

Το υψόμετρο πάνω από 1,000 μέτρα και μέχρι 1,300 αρκετές φορές,  διασχίσουμε τα αχανή οροπέδια της Τουρκίας. Σκηνικό και τοπίο είναι λέξεις κυρίως άγνωστες που δεν υπάρχουν στις διαδρομές μας, απλά σπαταλούμε τα χλμ μέχρι τον προορισμό μας. Στάσεις για καφέ και υγρά γενικώς, αρκετές. Για μεσημεριανό έχουμε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε ένα τούρκικο μαγειρείο δίπλα σ΄ένα σταθμό βενζίνης. Ο χώρος απίστευτα λιτός και κάπως αμφιλεγόμενης υγιεινής, παρόλα αυτά νόστιμο και γεύσεις που ανεβάζουν τον ουρανίσκο και επίσης απίστευτα φτηνό, μόνο 3 ευρώ η μερίδα.

Απόγευμα και φτάνουμε Μελιτηνή, οι δρόμοι γεμάτοι οχήματα, βαβούρα και ζέστη συνάμα, να καλύψουμε 3 χλμ μας πήρε πάνω από 45 λεπτά. Η πόλη πλήγηκε από τον πρόσφατο μεγάλο σεισμό και είναι ορατοί οι χώροι που έπεσαν κτήρια. Το βραδάκι που πήραμε τα πόδια μας για κάτι να φάμε, μύριζε έντονα σκόνη, αποπνικτική ατμόσφαιρα επικρατούσε παντού. Όσο για φαί, σε μια περίμετρο 1 χιλιόμετρου μόνο γυράδικα είχε και κάτι εστιατόρια ας τα ονομάσω που μόνο για άντρες θα ήταν. Στην αρχή της πόλης καθώς μπαίναμε έχει μια περιοχή με μοντέρνα και πολύ σινιέ μαγαζιά αλλά πρέπει να πάρουμε μηχανές και αυτό είναι τελείως απαγορευτικό, έτσι αρκεστήκαμε σε μια πίτα από γύρο …έκαστος (είπαμε ότι είμαστε σε διατροφική ζώνη αλλά…).

   




Πρωινοί όπως πάντα, πρόγευμα για δυνάμεις, φόρτωμα μηχανών και φεύγουμε με νότια κατεύθυνση.  Βγαίνοντας από Μελιτηνή η διαδρομή μας βάζει σε χωμάτινη οδό, κάτι εδώ θέλει να μας πει το σύμπαν αλλά ακόμα δεν είναι καθαρό τι. Ευτυχώς σύντομα τελειώνει και με τον ήλιο να μας ζεστάνει τα κοκαλάκια οδεύουμε προς το όρος Νεμρούτ. Ανηφορίζουμε ορεινές διαδρομές με το ολόγυμνα βουνά στο φόντο μας, αλλά έλα που και αυτά έχουν την δική τους ιδιαίτερη χάρη, το πρωινό φως με το χρυσό της άνυδρης φύσης μας προσφέρουν μια όμορφη εικόνα. Σύντομα μια μικρή λίμνη γίνεται ο χώρος της πρώτης μας στάσης, ανάμεσα από όρη και κορυφές και με ένα χωριό στην απέναντι όχθη μας τράβηξαν άμεσα ώστε να καπνίσουμε ένα τσιγάρο και να βγάλουμε λίγες φώτο.

Ο νότος ακόμα μας καθοδηγεί στην διαδρομή μας, σε λίγο το GPS με διατάζει να μπω αριστερά σ΄ένα σχετικά μικρό δρόμο με ανατολική κατεύθυνση. Μέσα μου άρχισαν να κτυπούν καμπάνες πολέμου, ο δρόμος στενεύει και μικραίνει, η άσφαλτος σε άσχημη κατάσταση αρκετές φορές, η ταχύτητα χαμηλώνει καθώς μικρούλικα χωριά ξεπετάγονται συνεχώς …το κοντέρ δεν ξεπερνά τα 50 χλμ/ω σε κανένα σημείο. Σε μια στάση στην μέση του απόλυτου πουθενά, το αποτέλεσμα βγήκε, σήμερα θα νυχτωθούμε για τα καλά μέχρι να φτάσουμε στη λίμνη Βαν που είναι και ο προορισμός ημέρας. 

Μετά από χιλιόμετρα, χωμάτινη διαδρομή ξεκινά .…αυτό που λέγαμε πιο πάνω για το σύμπαν, τι σας έλεγα, όλα έχουν το σκοπό τους σ΄αυτή τη γη. Σε μια στροφή μπροστά μας ξεπετάγονται οδικά έργα στο πλάι του χωμάτινου δρόμου. Δοκιμάζω να περάσω τον εκσκαφέα και η μπαγκαζιέρα μου κτυπάει στην χούφτα του. Παραλίγο να χάσω την ισορροπία μου και να πέσω στην τρύπα από την σχετικά ελαφριά σύγκρουση, τα καταφέρνω  όμως να μείνω όρθιος. Κατεβαίνω να μαζέψω την μπαγκαζιέρα μου που τελικά έσπασε η κλειδωνιά που κουμπώνει στο πλαίσιο κι έτσι την δένω με ιμάντα και φεύγουμε άμεσα. Σε καμιά 10αριά χλμ άσφαλτος και μεγαλύτερη οδός με αποτέλεσμα αύξηση ταχύτητας και βουρ για το όρος.

Ανεβαίνουμε γύρω στα 2000 μέτρα υψόμετρο που βρίσκεται το κτήριο υποδοχής, αγοράζουμε εισιτήριο και ανεβαίνουμε ακόμα 200 μέτρα. Τα καλά μας ποδαράκια συνεχίζουν εδώ σ΄ένα ξύλινο μονοπάτι να φτάσουμε στην κορυφή, όσο από θέα…. μαγική.




Το ταφικό-λατρευτικό σύμπλεγμα δημιουργήθηκε από τον Αντίοοχο Α΄ της Κομμαγηνής, ενός βασιλείου της ύστερης ελληνιστικής περιόδου που προήλθε από τη διάσπαση του βασιλείου των Σελευκιδών. Ο Αντίοχος, πιθανόν στην προσπάθεια του να εδραιώσει την ηγεμονία και να συνταιριάξει τις ποικίλες πολιτισμικές παραδόσεις του βασιλείου του, προχώρησε στην υλοποίηση ένα ιδιαίτερου θρησκευτικού πάνθεου που περιελάμβανε ελληνικές, αρμενικές και περσικές θεότητες καθώς και τον ίδιο και τη δυναστεία του. Σύντομα μετά την ενθρόνιση του έδωσε στον εαυτό του τον τίτλο Θεός, μια κίνηση μάλλον ασυνήθιστη ακόμα και στα πλαίσια της συχνής αυτό-θεοποίησης των ελληνιστικών ηγεμόνων. Επίσης, επινόησε μια μορφή ταφικού-λατρευτικού συμπλέγματος για την θεοποίηση της δυναστείας του που την ονόμασε Ιεροθέσιον. Έχουν βρεθεί ένα αφιερωμένο στον πατέρα του, Μιθριδάτη Α΄ τον Καλλίνικο, στην Αρσάμεια παρά τον Νυμφαίο, ένα για τον γιό του Μιθριδάτη Β΄ στην Κομμαγηνή (σημερινό Καρακούς) και το γνωστότερο όλων αυτό του Νεμρούτ για τον ίδιο. Το ιερό του Νεμρούτ προοριζόταν να γίνει το κέντρο μιας νέας θρησκείας που θα συνδύαζε την αρχαία ελληνική με την περσική μυθολογία.  Με ύψος 2150 μέτρα, είναι ένα από τα ψηλότερα όρη της βόρειας Μεσοποταμίας. Η περιοχή έχει ανακηρυχθεί από το 1988 σε εθνικό πάρκο.

Να βγούμε περπατώντας, να δούμε τον χώρο και να κατεβούμε στις μηχανές μας παίρνει πέραν της 1 ώρας αλλά, το άξιζε πλήρως. Ανεβαίνουμε στις μηχανές και κατηφορίζουμε προς πεδιάδες του νότου και από πόλη Siverek θα ενωθούμε με το κεντρικό οδικό δίκτυο. Το τοπίο τελείως άχαρο στον νότο της χώρας, είμαστε πολύ κοντά σε σύνορα με Συρία στο ίδιο ύψος με το Diyarbakir. Πλέον και οι θερμοκρασίες έγιναν έντονες, 35 βαθμοί σε υψόμετρο γύρω στα 800 μέτρα. Η προσχεδιασμένη διαδρομή έλεγε να διασχίσουμε το Diyarbakir αλλά καθώς κοντεύουμε μου φαίνεται τεράστιο. Σταματάμε για ανεφοδιασμό και στάση ξεκούρασης, η μάνικα της αντλίας την έβαλε ο τυπάς στο βενζινάδικο στο ρεζερβουάρ μου, σαν κουβεντιάζαμε κραυγές ακούγονται, γυρίζω και βλέπω το Vstrom μου να κάνει ντους με αμόλυβδη βενζίνη. Πραγματικά η μηχανή μου είχε κάνει κανονικό μπάνιο με βενζίνη, άντε τώρα να την ξεπλύνεις και να την σκουπίσεις. 

Η απόφαση πάρθηκε, δεν διαπερνούμε το Diyarbakir και παίρνουμε περιφερειακό δρόμο. Σχεδόν προς το τέλος του περιφερειακού το GPS μου γράφει ότι δεν βρίσκει δορυφόρους και παύει να λειτουργεί. Ξέχασα να φέρω τον χάρτη της Τουρκίας και έλεγα μόλις το θυμήθηκα, δες τώρα ότι θα μου χρειαστεί. Σταματάμε και βάζουμε στο κινητό το Google maps. Μέχρι να γίνει αυτό μας πήρε άλλη 1 ώρα. Στην διαδρομή αρκετά έξω του Diyarbakir, το μαραφέτι μου άρχισε να δουλεύει και ήμασταν στην σωστή διαδρομή. Έμαθα μετά από άλλο ταξιδευτή φίλο μου, ότι εδώ έπαθε κι΄αυτός το ίδιο πράγμα με το GPS του, άραγε είναι λόγω των Κούρδων ή σύμπτωση… ποιός ξέρει???

Τα χλμ δεν έχουν τελειωμό, οι απέραντες άχαρες ευθείες το ίδιο, η μέρα να κοντεύει να γίνει νυχτιά κι΄εμείς ακόμα στους δρόμους. Πολύ κοντά σε πόλη Tatvan όπου και θα διανυκτερεύαμε, με πλέον απόλυτο σκοτάδι και σε διαδρομή διπλής κατεύθυνσης γεμάτο στροφές… εδώ τα παίξαμε. ‘Ήμασταν όλη μέρα στο δρόμο με λογής αναποδιές, δεν θέλαμε τέτοιο σκηνικό, αλλά απλά το …. ΕΙΧΑΜΕ !!!

Για σήμερα δεν είχαμε κλεισμένο ξενοδοχείο, έτσι είχαμε και αυτό να κάνουμε με τόση κούραση που κουβαλάγαμε. Κίνηση απίστευτη στον κεντρικό δρόμο της πόλης, με πολλή βαβούρα συνάμα. Ευτυχώς δεν αργήσαμε πολύ και βρήκαμε. Αράξαμε την πραμάτια μας στα δωμάτια, κάναμε ένα γρήγορο μπανάκι και κάτω για ανεύρεση τροφής. Ο ξενοδόχος μας σύστησε ένα εστιατόριο πολύ κοντά, με τα πόδας πάμε εκεί. Μπήκαμε στον χώρο, έμοιαζε σαν δισκοθήκη με φωτισμό και διαρρύθμιση, μόνο άντρες είδαμε στα λιγοστά τραπέζια κι έτσι την κάνουμε άμεσα, σαν μπουρδέλο μετά συνοδείας φαγητού θα χαρακτήριζα τον χώρο. Τελικά βρήκαμε κάτι, γεμίσαμε τα ρεζερβουάρ του σώματος μας και πλέον έτοιμοι για να μας πάρει στα χέρια του ο Μορφέας.    



 photo: